- σαρκόφυλλος
- σαρκόφυλλοςwith fleshy leavesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαρκόφυλλος — η, ο / σαρκόφυλλος, ον, ΝΑ (για φυτά) αυτός που έχει σαρκώδη φύλλα νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο σαρκόφυλλος βοτ. άλλη ονομασία τού φυτού ασπάλαθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. τριχό φυλλος] … Dictionary of Greek
σαρκόφυλλα — σαρκόφυλλος with fleshy leaves neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek